Πριν από πολλά χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής συζήτησης σε ραδιοφωνικό σταθμό, ένας δημοσιογράφος ρώτησε έναν υπουργό και προβεβλημένο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, αν κινδυνεύαμε «να χύσουμε την καρδάρα με το γάλα», εφόσον υλοποιούσαμε κάποιες από τις προτάσεις του.
Γνωστός για την ευστροφία του, αλλά και για τον οξύθυμο χαρακτήρα του, ο υπουργός επέπληξε τον δημοσιογράφο, λέγοντάς του ότι αυτή είναι μια προσέγγιση, που δεν έχει νόημα. «Βλέπετε τα πράγματα από την πλευρά του κτηνοτρόφου. Για το ίδιο το ζωντανό το γάλα δεν έχει καμία αξία. Δεν το ενδιαφέρει, αν θα χυθεί ή όχι», του απάντησε, αφήνοντας μετέωρο το ερώτημα και… άναυδο τον δημοσιογράφο.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία των εκλογών της 21ης Μαΐου, βλέποντας την εξέλιξη του προεκλογικού διαλόγου, αυτό το «γλαφυρό» περιστατικό μου έρχεται όλο και πιο έντονα στη μνήμη. Για τον απλούστατο λόγο ότι κάποιοι αποφεύγουν πάση θυσία να μιλήσουν για το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών. Αποφεύγουν να κάνουν προτάσεις και καταφεύγουν στην εύκολη λύση των υποσχέσεων για όλους και για όλα.
Χαρίζουν δάνεια, σπίτια, μοιράζουν δισ. σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, που εμφανίζονται μπροστά τους και ούτε που συζητούν για το ενδεχόμενο να πέσει ξανά στα βράχια η χώρα.
Μηδενίζουν όλα όσα σημαντικά έγιναν την τελευταία τετραετία και αποκρύπτουν – αν είναι δυνατόν – από τη συλλογική μνήμη τις μεγάλες διεθνείς προκλήσεις, που κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση της ΝΔ (πανδημία, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία, πληθωρισμός κ.ο.κ.).
Προσωπικά μπήκα στην πολιτική, έχοντας στην πλάτη μου αρκετές χιλιάδες ένσημα και με μοναδικό σκοπό να δώσω τη μάχη των ιδεών. Όλη αυτή η τοξικότητα, τα ψέματα, η λάσπη και τα άδεια συνθήματα μου είναι εξαιρετικά άβολα. Και πιστεύω ότι είναι και απεχθή για τους χιλιάδες νέους, που θα ασκήσουν για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα.
Ημέρα με την ημέρα ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει όλο και περισσότερο να θέλει να κάνει ένα άλμα στο κενό – αδιαφορώντας για τους κινδύνους – μήπως και μπορέσει να γαντζωθεί στην εξουσία.
Χρησιμοποιώ τον όρο «γαντζωθεί», γιατί και οι ίδιοι ομολογούν ότι η δεύτερη φορά αριστερά δεν θα είναι σαν την πρώτη, Ότι στόχος τους είναι να ελέγξουν τους «αρμούς της εξουσίας».
Με αυτά τα δεδομένα είμαι βέβαιος – παρά τις δημόσιες διαψεύσεις τους – ότι πρώτος και μοναδικός στόχος τους είναι να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση ηττημένων. Μια κυβέρνηση με την σύμπραξη ΠΑΣΟΚ και Γιάνη Βαρουφάκη.
Αν δεν τους «βγουν τα κουκιά», μπορεί να επιχειρήσουν και την συγκρότηση κυβέρνηση μειοψηφίας με την ανοχή της Ελληνικής Λύσης.
Αυτή η ετερόκλητη συμμαχία, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εύστοχα έχει περιγράψει ως πολιτική τερατογένηση, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα θέσει σε άμεσο κίνδυνο, όλα όσα πετύχαμε τα τελευταία χρόνια.
Στο Περιστέρι, όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα και συνεχίζω να ζω και να εργάζομαι, την τετραετία ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ η ανεργία είχε ξεπεράσει το 30%. Για τους νέους η κατάσταση ήταν ακόμη πιο ζοφερή. Μέσα σε τέσσερα χρόνια καταφέραμε να αλλάξουμε αυτήν την εικόνα. Σήμερα η ανεργία είναι λίγο πάνω από τον εθνικό μέσο όρο, που κυμαίνεται στο 11,4% και με τάσεις περαιτέρω συρρίκνωσης.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 20% την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η μείωση της φορολογίας, η προοπτική κατάργησης του φόρου επιτηδεύματος και μια σειρά από άλλα μέτρα έχουν δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα και στα δυτικά προάστια της Αθήνας, όπου έχω την τιμή να πολιτεύομαι.
Αυτό δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς. Τουλάχιστον από εκείνους που ζούσαν εδώ και γνωρίζουν από πρώτο χέρι πώς ήταν η καθημερινότητα όλων μας μέχρι το 2019 και πόσο έχει βελτιωθεί σήμερα. Φυσικά δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν ακόμη προβλήματα. Υπάρχουν και είναι επιτακτική η ανάγκη επίλυσής τους.
Τι έκανε και τι λέει, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ για την πάταξη της «εισαγόμενης» εγκληματικότητας από το Ζεφύρι; Απολύτως τίποτα. Τι έκανε για τη βελτίωση των υποδομών και την επέκταση του Μετρό; Απολύτως τίποτα; Τι έκανε για το Ποικίλο Όρος και το Πάρκο Τρίτση; Απολύτως τίποτα. Πήρε κάποια απόφαση για τη βελτίωση των υγειονομικών υποδομών; Όχι φυσικά.
Αν θέλουμε έστω και τώρα στην προεκλογική περίοδο να είμαστε χρήσιμοι στην κοινωνία, πρέπει να κάνουμε έναν ουσιαστικό διάλογο με συγκρίσιμα στοιχεία. Τι πέτυχαν αυτοί και τι πετύχαμε εμείς.
Λέει και ξαναλέει ο κ. Τσίπρας, ότι η κυβέρνησή του παρέδωσε €36 δισ. στα δημόσια ταμεία. Η μισή αλήθεια, όμως, είναι χειρότερη από το ψέμα. Η αλήθεια είναι ότι οι δανειστές τους υποχρέωσαν να δημιουργήσουν ένα δημοσιονομικό μαξιλάρι για την εξυπηρέτηση τα δανεικών αναγκών του ελληνικού δημοσίου, επειδή δεν τους είχαν καμία εμπιστοσύνη. Αν η διαχείρισή αυτών των κεφαλαίων ήταν στη διακριτική τους ευχέρεια… απλά δεν θα υπήρχαν.
Γι αυτό ο κ. Τσίπρας λέει και ξαναλέει ότι πρέπει να κυβερνήσει, χωρίς να έχει τη «δαμόκλειο σπάθη» των μνημονίων. Και το λέει την ίδια ώρα, που ο κ. Βαρουφάκης εγκαλεί την κυβέρνηση για τα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Υπόσχονται, δηλαδή, συγκεκαλυμμένα νέα ελλείμματα και δάνεια.
Όμως στην παρούσα φάση, με τόσες διεθνείς κρίσεις να μας περιβάλλουν, δεν θα βρεθεί κανείς να τρέξει για να «σώσει» για δεύτερη φορά την Ελλάδα από την οικονομική καταστροφή. Μπορεί ο Σόιμπλε να μην υπάρχει στη διεθνή σκηνή, αλλά η ανευθυνότητα και η επιπολαιότητα του ΣΥΡΙΖΑ είναι εν τέλει πιο… διαχρονική και πολύ πιο επικίνδυνη.
Εν κατακλείδι, η πολιτική σταθερότητα γίνεται πλέον εθνική αναγκαιότητα. Στις εκλογές της 21ης Μαΐου δεν έχουμε την πολυτέλεια να γκρεμίσουμε όλα όσα φτιάξαμε. Και για να επανέλθουμε στη ρητορική του πρώην υπουργού, οι λαϊκές οικογένειες, η εργατική τάξη, η μεσαία τάξη, με την οποία μιλώ καθημερινά στα δυτικά προάστια της Αθήνας δεν αντέχει ένα νέο… άρμεγμα. Δεν αντέχει την κοροϊδία. Αρκετά έβαλε πλάτη μια ολόκληρη δεκαετία. Αρκετά πλήρωσε τις ψεύτικες υποσχέσεις τους. Τώρα έχει την απαίτηση να πάρει το μερίδιο της ανάπτυξης, που της αναλογεί. Μια ανάπτυξη που μπορεί να εγγυηθεί μόνο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Ο κ. Καραθάνος είναι σύμβουλος του υπουργού Υγείας και υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ στον Δυτικό Τομέα της Αθήνας.